παραδοξολόγος

παραδοξολόγος
ο, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που αφηγείται απίθανες ιστορίες
αρχ.
αυτός που αφηγείται θαυμαστά, εκπληκτικά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδοξα + -λόγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραδοξολόγος — narrator of marvels masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξολόγος — ο θηλ. α αυτός που λέγει παραδοξολογίες (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραδοξολόγον — παραδοξολόγος narrator of marvels masc/fem acc sg παραδοξολόγος narrator of marvels neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξολόγους — παραδοξολόγος narrator of marvels masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • παραδοξολογία — η, ΝΜΑ [παραδοξολόγος] νεοελλ. 1. η περιγραφή απίθανων, φανταστικών πραγμάτων 2. ο παράδοξος λόγος μσν. αρχ. η αφήγηση θαυμαστών, εκπληκτικών πραγμάτων αρχ. η προτίμηση ή η χρήση τών θαυμαστών πραγμάτων …   Dictionary of Greek

  • παραδοξολογώ — παραδοξολογῶ, έω ΝΑ [παραδοξολόγος] νεοελλ. λέγω απίθανα, φανταστικά πράγματα αρχ. αφηγούμαι θαυμαστά πράγματα …   Dictionary of Greek

  • Νίτσε, Φρίντριχ Βίλχελμ — (Friedrich Wilhelm Nietzsche, Ρέκεν, Λίτσεν 1844 – Βαϊμάρη 1900). Γερμανός φιλόσοφος και δοκιμιογράφος. Ξεκίνησε με μεγαλοφυείς και βαθύτατες φιλοσοφικές μελέτες, που του χάρισαν, σε ηλικία μόλις εικοσιπέντε ετών, την έδρα της κλασικής φιλολογίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”